- Καππαδοκία
- Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται σε ένα υψίπεδο με μέσο υψόμετρο 1.300 μ. Η περιοχή περικλείεται στα Β από τον Πόντο, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Άλυ (τουρκικά Κιζίλ ιρμάκ), στα Ν από την Κιλικία, στα Α από τον άνω ρου του ποταμού Ευφράτη και στα Δ από τη Λυκαονία και τη Γαλατία. Το ψηλότερο βουνό της Κ. είναι ο Αργαίος (τουρκικά Ερτζιγιές νταγί, 3.916 μ.), ένα σβησμένο ηφαίστειο.
Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς αναφέρουν δύο Κ.: τη Μεγάλη Κ. με πρωτεύουσα την πόλη Μάζακα (την Ευσέβεια των Αλεξανδρινών χρόνων, που αργότερα μετονομάστηκε από τους Ρωμαίους σε Καισάρεια) και την Ποντική Κ. με πρωτεύουσα την Αμισό (Σαμψούντα). Ο πρώτος που μνημόνευσε τη χώρα αυτή με την ονομασία Κ. και τους κατοίκους της ως Καππαδόκες ήταν ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.). Η ετυμολογία της λέξης Κ. είναι άγνωστη, φαίνεται όμως ότι έχει ασιατική προέλευση. Ορισμένοι αποδίδουν την ονομασία αυτή στους Πέρσες κατακτητές της (στα περσικά Καππαδοκία = χώρα των ωραίων ίππων). Σύμφωνα με άλλους, η ονομασία προήλθε από τους Καππαδόκες, ιαπετικό έθνος, που εγκαταστάθηκε στη χώρα περίπου το 1600 π.Χ. Η χρονολόγηση αυτή πιθανότατα σχετίζεται με την παρακμή του κράτους των Χετταίων, που είχε πρωτεύουσα τη Χαττούσα (σήμερα Μπογάζκιοϊ).
Το έθνος των Καππαδόκων, προερχόμενο από την Ασία, συγκρότησε φεουδαλικό κράτος που στηριζόταν στη στρατιωτική αριστοκρατία. Το σύστημα αυτό, βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση των κατακτητών, συνεχίστηκε και μετά την υποταγή της χώρας στους Πέρσες, στους Μακεδόνες και στους Ρωμαίους.
Η Κ. κατακτήθηκε διαδοχικά από τους Ασσύριους, τους Μήδους και τους Πέρσες. Το 315 π.Χ. κατελήφθη από τον Αντίγονο και αποτέλεσε τμήμα του κράτους των Σελευκιδών. Με την κυριαρχία των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, άρχισε να εξελληνίζεται και να δέχεται τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού μέσω της διάδοσης της ελληνικής γλώσσας.
Έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα η Κ. αυτονομήθηκε. Ακολούθησε η Ελληνοκαππαδοκική περίοδος, με δύο γηγενείς ηγεμόνες: ο Αριαράθης Γ’ βασίλευε στη Μεγάλη Κ. και ο Μιθριδάτης στην Ποντική Κ. Τον 1ο αι. μ.Χ. η Κ. αποτέλεσε ρωμαϊκή αποικία.
Η γρήγορη διάδοση του χριστιανισμού σηματοδότησε έναν σταθμό στην ιστορία της Κ. Η νέα θρησκεία, που διαδέχθηκε την ειδωλολατρία, εδραιώθηκε οριστικά τον 4ο αι. μ.Χ. και συνδέθηκε με νέα άνθηση της παιδείας. Η Καισάρεια αποτέλεσε έδρα φιλοσοφικής και ρητορικής σχολής. Ο Ιουλιανός o Παραβάτης, o Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός παρακολούθησαν ανώτερες σπουδές στις σχολές αυτές και η K. αναδείχθηκε σε κέντρο των σοφών της Ελλάδας. Στη χώρα αυτή αναπτύχθηκε ένας από τους συμπαγέστερους και ακμαιότερους ελληνικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, παρέχοντας στο κράτος πολυάριθμα και μαχητικά στρατιωτικά στελέχη.
To 1072, επί αυτοκρατορίας Ρωμανού Δ’ του Διογένη, οι Σελτζούκοι εισέβαλαν στη Μικρά Ασία και όρισαν το Ικόνιο ως πρωτεύουσά τους. Οι Καραμάνογλου διαδέχθηκαν τους πρώτους Τούρκους κατακτητές. Το 1399 ο Βαγιαζήτ Γιλντιρίμ εδραίωσε την οθωμανική κυριαρχία στο μεγαλύτερο τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σφαγές και βίαιοι εξισλαμισμοί αραίωσαν τον ελληνικό πληθυσμό της Κ., μεταβάλλοντας τη φυλετική σύνθεσή της.
Η Κ. πέρασε αιώνες αφάνειας υπό τον ζυγό της δουλείας, κατά τους οποίους την ήδη σκληρή ζωή των Ελλήνων δυσκόλευε ακόμα περισότερο το άγονο έδαφος της περιοχής. Πολλοί Καππαδόκες βρήκαν διέξοδο στην ξενιτιά, στρεφόμενοι στα μεγάλα παράλια αστικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Μερσίνα), όπου δημιούργησαν παροικίες. Με την εργατικότητά τους εξελίχθηκαν σε μεγαλεμπόρους, τραπεζίτες και κυβερνητικούς υπαλλήλους, που όμως δεν ξέχασαν τις πατρίδες τους. Ίδρυσαν φιλανθρωπικούς και φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους, συγκέντρωσαν χρήματα και φρόντισαν για τη συντήρηση των σχολείων στις γενέτειρές τους. Στα μέσα του 19ου αι. παρουσιάστηκε η τελευταία ακμή των ελληνικών γραμμάτων στις 80 ελληνικές κοινότητές της Κ., η οποία τερματίστηκε οριστικά το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Τα κυριότερα κατάλοιπα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού στην Κ. είναι οι λαξευμένες σε κωνικούς μονόλιθους εκκλησίες, που φέρουν θαυμάσιες τοιχογραφίες, έργα ανώνυμων τεχνιτών του 11ου αι. Οι εκκλησίες αυτές ανακηρύχθηκαν το 1985 από την ΟΥΝΕΣΚΟ μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Βράχοι με λαξευτές κατοικίες στην Καππαδοκία.
Τοιχογραφία σε λαξευτή εκκλησία της Καππαδοκίας.
Dictionary of Greek. 2013.